- ανεπιτρόπευτος
- ος , ον неопекаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεπιτρόπευτος — without guardian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπιτρόπευτος — η, ο (Α ἀνεπιτρόπευτος, ον) χωρίς κηδεμόνα ή επόπτη, ακηδεμόνευτος νεοελλ. (Νομ.) 1. (για ανήλικο αχειραφέτητο και υπό νομική απαγόρευση) εκείνος που δεν έχει επίτροπο 2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί επιτροπεία … Dictionary of Greek
ἀνεπιτρόπευτον — ἀνεπιτρόπευτος without guardian masc/fem acc sg ἀνεπιτρόπευτος without guardian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτροπεύτου — ἀνεπιτρόπευτος without guardian masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτροπεύτων — ἀνεπιτρόπευτος without guardian masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτρόπευτα — ἀνεπιτρόπευτος without guardian neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)